- προχειλίδιον
- προχειλίδιον, τό,A projecting part of the lip, Poll.2.90 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχειλίδιον — τὸ, Α το μέρος τού χείλους που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χεῖλος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. περιτραχηλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
προχειλίδια — προχειλίδιον projecting part of the lip neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)